Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Δικό σου.


Σήμερα θα μπορούσα να σου πω πολλά

αλλά θα πω μόνο

σ' ευχαριστώ για όλες τις μέρες με βροχή που περπατήσαμε μαζί

κάτω από την ίδια ομπρέλα.




Υ.Γ. "τ.π.φ.α."


Μaría.
25.01.2009 (Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια.......)

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Εν-τελ-έχεια.

Έχω μια παράξενη συνήθεια. Μ΄αρέσει να φωτογραφίζω συνθήματα, φράσεις, στίχους, οτιδήποτε γραμμένο σε τοίχους, παγκάκια, παντού... Ή μάλλον όχι ακριβώς οτιδήποτε. Πάντα αυτό το κάτι που βλέπω, κάπως, με κάποιο περίεργο τρόπο με μαγνητίζει... Ίσως γιατί ταιριάζει με κάτι που σκέφτομαι ή αισθάνομαι τη δεδομένη στιγμή. Νιώθω σαν κάποια μακρινή, μυστηριώδης, άγνωστη "φωνή" να μου απαντάει.


Έτσι, λοιπόν, τις προάλλες κι ενώ περίμενα το λεωφορείο για να γυρίσω σπίτι, το βλέμμα μου έπεσε σε μια φράση, γραμμένη πάνω στην ταμπέλα με τα δρομολόγια. Δεν το σκέφτηκα πολύ, άνοιξα την τσάντα μου και έψαξα για τη φωτογραφική μηχανή που κουβαλάω σχεδόν πάντα μαζί μου.

Το λεωφορείο μου πλησιάζει, βιάζομαι, την ανοίγω, κοιτάω...τσααακ!


Ανεβαίνοντας στο λεωφορείο, βρίσκω μια θέση δίπλα στο παράθυρο, κάθομαι, κοιτάω μια απέξω και μια το "νεοτραβηχθέν" απόκτημά μου.
Χαμογελώ.
Η ταμπέλα έγραφε ...


Και χωρίς να ξέρω γιατί, το πίστεψα.



María.
18.1.09

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

"Se hace camino al andar..."



Caminante, son tus huellas

el camino, y nada más;

caminante, no hay camino,

se hace camino al andar.

Al andar se hace camino,

y al volver la vista atrás

se ve la senda que nunca

se ha de volver a pisar.

Caminante, no hay camino,

sino estelas en la mar.

Antonio Machado




("Ταξιδιώτη, είναι τα χνάρια σου
ο δρόμος, και τίποτα άλλο.
Ταξιδιώτη, δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος φτιάχνεται περπατώντας.
Περπατώντας φτιάχνεται ο δρόμος
και στρέφοντας το βλέμμα προς τα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι που ποτέ
δε θα ξαναπερπατήσεις.
Ταξιδιώτη, δεν υπάρχει δρόμος
μόνο τα νερά στη θάλασσα από το πλοίο που φεύγει."


Απόπειρα Μετάφρασης.)







Διαβάζοντας το ποίημα του Antonio Machado και ακούγοντας τη μουσική από την ταινία "2046", ονειρεύομαι ένα τρένο που φεύγει κι εγώ επιβάτης να κοιτάζω από το παράθυρο τη διαδρομή.

Βιάζομαι να φτιάξω το δική μου διαδρομή. Να χαθώ σε δρόμους πόλεων μακρινών, σε μονοπάτια τόπων αλλοτινών, να οσφριστώ μυρωδιές και να συλλέξω εικόνες και στιγμές.

Να χαθώ στο αβέβαιο και περπατώντας να φτιάξω το δικό μου δρόμο.







María,
13.1.09

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Fur Elise...




Η Ελίζα είχε πάντα μια συγκεκριμένη ώρα το απόγευμα, πολύ δική της. Ήταν γύρω στις 5 ίσως και λίγο πιο μετά. Έπαιρνε το βιβλίο της και πήγαινε στην πολυθρόνα του σαλονιού, αυτήν που ήταν δίπλα στο μεγάλο παράθυρο... Τραβούσε τη βαριά βελούδινη κουρτίνα και χάζευε: τα παιδάκια που μόλις είχαν βγει στον πεζόδρομο να παίξουν, τους ανθρώπους που περπατούσαν, τις απέναντι πολυκατοικίες... Είχε παρατηρήσει ότι στην ακριβώς απέναντι πολυκατοικία, υπήρχε ένα διαμέρισμα που είχε πάντα κατεβασμένα παντζούρια. Δεν ήξερε ποιος μένει. Χρόνια είχε να δει κάποιον. Μάλιστα θα είχε πιστέψει ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο, αν δεν άκουγε κάθε απόγευμα για ώρες ατελείωτες τους ήχους ενός πιάνου... Φανταζόταν, έτσι, πως ίσως επρόκειτο για κάποιον ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη, απομονωμένο από τα εγκόσμια και αφοσιωμένο στην τέχνη... Τι να πεί κανείς, σκεφτόταν... Σταματούσε να κοιτάζει, καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα της, άνοιγε το βιβλίο της και ξεκινούσε να διαβάζει... Δεν προλάβαινε ποτέ να τελειώσει την πρώτη σειρά, όταν ξεκινούσε εκείνη η ίδια πάντα μελωδία. Ήταν μια μελωδία γνωστή, την είχε ξανακούσει... Ερχόταν από το απέναντι διαμέρισμα, αυτό με τα κατεβασμένα παντζούρια. Για όση ώρα εκείνη διάβαζε-συνήθως μέχρι να σουρουπώσει- η μελωδία συνέχιζε... Μια μελωδία τόσο απαλή, σχεδόν μεταφυσική... Κι εκείνη πάντα κάπου έχανε τις σειρές, έχανε τις παραγράφους, έχανε τις σελίδες...Χανόταν και η ίδια...
Το ίδιο γινόταν για πολύ καιρό. Κι η Ελίζα χαιρόταν που είχε μια ωραία μουσική υπόκρουση να πλαισιώνει τις στιγμές της.



Κάποτε τα μουσικά απογεύματα σταμάτησαν απότομα. Και μετά από μέρες, απόγευμα πάλι, πήγε στο παράθυρο. Ξαφνιάστηκε βλέποντας τα παντζούρια του απέναντι διαμερίσματος ανοιχτά. Ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει, πού είναι ο καλλιτέχνης, πού είναι το πιάνο, τι, πώς, ποιος..., ακούστηκε μια παιδική φωνούλα "Μαμά, τι όμορφο το καινούργιο μας σπίτι! Να κατέβω να παίξω με τα άλλα παιδάκια;"...



Έτσι πέρασε πολύς καιρός, η Ελίζα δεν άλλαξε την αγαπημένη της ώρα, ούτε την αγαπημένη της συνήθεια. Συνέχιζε να παίρνει το βιβλίο της, να πηγαίνει στην πολυθρόνα, να κοιτάει λίγο έξω απ' το παράθυρο κι ύστερα να βυθίζεται στους μαγικούς κόσμους της ανάγνωσης... Μόνο που είχε πια αποκτήσει και μια άλλη συνήθεια. Να διαβάζει υπό τους ήχους απαλής μουσικής... Είχε βρει ένα σταθμό στο ραδιόφωνο που έπαιζε μετά μόνο κλασική μουσική.
Κι έτσι συνέχιζε να περνάει ο καιρός.


Σήμερα, η Ελίζα θα κάνει πάλι το ίδιο: απόγευμα, βιβλίο, πολυθρόνα, παράθυρο, ραδιόφωνο.. Δεν θα προλάβει να τελειώσει την πρώτη σειρά και το βλέμμα της θα παγώσει σε μια άνω τελεία. Θα ακούσει την ίδια, γνώριμη μελωδία...Μόνο που τώρα δεν θα έρχεται από το παράθυρο με τα κατεβασμένα παντζούρια... Θα αφεθεί, θα ταξιδέψει, θα θυμηθεί... Η φωνή του εκφωνητή θα την επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα, εκτός κι αν την πάει ακόμα πιο μακριά: "Αγαπημένοι μας ακροατές και ακροάτριες, ακούμε το κομμάτι του Beethoven, "Fur Elise", για την Ελίζα ....."










(Εικόνα: "La liseuse"-Renoir)



María,
11.1.09

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Silence, je rêve.....



Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα με τίποτα να ξυπνήσω. Το ξυπνητήρι χτυπούσε ασταμάτητα, άλλα το μονότονο ντρρρριιιιιινννν του ηχούσε στα αυτιά μου σαν μελωδία από πιάνο.

Φταίει μάλλον που ονειρευόμουν.

Είχα καιρό να ονειρευτώ τόσο "ζωντανό" όνειρο.
Έβλεπα ότι είχα επιστρέψει στην παλιά μου πόλη, στο παλιό μου σπίτι. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος και να έπιανα τη παλιά μου ζωή από εκεί που την είχα αφήσει...
Η γειτονιά ήταν ίδια: η πλατεία, οι δρόμοι, τα σπίτια...
Ακόμα και ο υπάλληλος του συνοικιακού περιπτέρου ήταν ο ίδιος. Με αναγνώρισε! "Κοίτα να δεις, σκέφτηκα, μετά από τόσο καιρό"!!!
Έκανα πάλι την ίδια διαδρομή: από τη στάση του μετρό στο σπίτι.
Χαιρετούσα σε άλλη γλώσσα. Ξαναέβρισκα όλους τους φίλους που άφησα πίσω.
Ήταν τόσο όμορφα όλα, τόσο "καθημερινά¨... Μια άλλη καθημερινότητα, πολύ μακρινή...


Κάποτε ξύπνησα. Δίπλα μου στο μαξιλάρι "κοιμόταν" μαζί και το ξυπνητήρι μου. Άνοιξα αμέσως τα παντζούρια και κοίταξα από το παράθυρο. Ήταν η άλλη καθημερινότητα, η κοντινή, η τωρινή...

Δεν ένιωσα λύπη. Νοσταλγία ίσως, αλλά λύπη όχι.
"Ό, τι περνάει, περνάει καλά...", όπως μου λέει συχνά η φίλη μου Κ. Έτσι είναι.


Σήμερα έχω ένα συνεχές μειδίαμα στο πρόσωπο. Χάρη σ' αυτό το ταξίδι-αστραπή στο χώρο και στο χρόνο. Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι να ονειρεύεσαι...




" Όνειρο σημαίνει

φτερούγα ύπνου από κερί
που ήλιο ερωτεύται και λιώνει,
φύλλα που θαυμαστά ισορροπούν
σα να πατάνε σε κλαδιά
ενώ το βλέπεις καθαρά
πως δεν υπάρχει δέντρο,
ν' ακούς να τραγουδάνε χίλια ναι
απ' το λαρύγγι του όχι.


Όνειρο σημαίνει
να μην υπάρχουν σύνορα
κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.
Ελεύθερα να μπαίνεις σ' άνθρωπο
κι ούτε τις ει, τις οιδε.


Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ.

Κι όνειρο σημαίνει

να έρθει κι ένα απόγευμα

που να μη γίνει βράδυ,

να έρθει κι ένα όνειρο

που να μη γίνει άνθρωπος,

να έρθει κι ένας άνθρωπος

που να μη γίνει όνειρο,

τις οιδε, τις ει.


Ξανοίχτηκα πολύ σε ορισμούς
κι' είν' επικίνδυνο να κλαις χωρίς πυξίδα."




ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
"Σύνδρομο" (ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ-1981)



(Εικόνα 1: "Το όνειρο"-Pablo Picasso
Eικόνα 2: "Un sueño dentro de otro" από: tanlargaspestagnas.wordpress.com)



María
9.1.09

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εκεί που είμαι θα'ρθεις.

Στο "Ματουλάκι" μου.



Πάντα είχα μεγάλη αδυναμία στη γιαγιά μου. Τη γιαγιά τη Ματούλα. Το "Ματουλάκι" μου. Έχω τόσες αναμνήσεις από εκείνη. Θυμάμαι τα καλοκαίρια, από μωράκι ακόμα, οι γονείς μου με πήγαιναν στο χωριό, στη γιαγιά. Κάθε πρωί με πήγαινε στη θάλασσα για μπάνιο. Φορούσε ένα μαντίλι στο κεφάλι, κρατούσε μια μεγάλη ομπρέλα για τον ήλιο, δεν ήξερε κολύμπι. Άφηνε εμένα να πλατσουρίζω ανέμελη κι εκείνη καραδοκούσε μετρώντας πόσα δευτερόλεπτα κρατούσε η βουτιά μου. Κι όταν έβγαινα ξανά στην επιφάνεια του νερού, άφηνε μια ανάσα ανακούφισης. Το απόγευμα με έντυνε και πηγαίναμε στις κούνιες. Το βράδυ μου έψηνε σουβλάκια από κοτόπουλο, που φτιάχναμε οι δυο μας. Ζυμώναμε μαζί στην παραδοσιακή σκάφη. Με έμαθε να φτιάχνω ένα παραδοσιακό ψωμί, την "προπύρα". (Όπως είναι η ζύμη, ρίχνουμε λάδι και αρχίζουμε να φτιάχνουμε τρύπες με τα δάχτυλά μας. Μικρή που ήμουνα, το έβρισκα πολύ διασκεδαστικό!) Τα βράδια του καλοκαιριού καθόμασταν μέχρι αργά στο χαγιάτι, αγναντεύαμε μαζί το φάρο... Κι όταν περνούσε η ώρα στρώναμε εκεί, στο μπαλκόνι, και κοιμόμασταν με θέα τ' αστέρια...
Με έβλεπε να μεγαλώνω. Και κάθε χρονιά βλέποντας πόσο είχα ψηλώσει έλεγε "πωπω, τα ποδαράκια σου έφτασαν ως το γήπεδο!!!" Και τα μάτια της έλαμπαν από υπερηφάνεια και τα δικά μου από χαρά.
Πάνε πολλά χρόνια που η γιαγιά αρρώστησε. Ένα χρόνο την είχαμε στο νοσοκομείο, τα κατάφερε να επιζήσει, ωστόσο ποτέ δεν ξαναέγινε όπως πριν.
Τον τελευταίο χρόνο "βάρυνε" πολύ. Ξεχνάει πια πολύ εύκολα, αποπροσανατολίζεται, τα χάνει...Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάνει κανείς το μυαλό του. Για όποιον δεν έχει βιώσει μια αντίστοιχη κατάσταση, δεν είναι εύκολο να καταλάβει τι σημαίνει για τους οικείους ένας άνθρωπος με γεροντική άνοια. Είναι στιγμές που στεναχωριέσαι, άλλες που κλαις, άλλες που προσπαθείς να το διασκεδάσεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς κι άλλες που δεν μπορείς πια να αντέξεις το σουρεαλισμό που ζείς και ξεσπάς. Κι αμέσως μετά το ξέσπασμα, αυτό το αβάσταχτο αίσθημα ντροπής.
Και μετά βλέπεις αυτό:



Η πραγματικότητα.΄Ολη η πραγματικότητα σε τρία μόλις λεπτά.
"ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΗΜΟΥΝΑ, ΚΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΘΑ' ΡΘΕΙΣ."

Έτσι κι εμένα ήρθε τώρα η σειρά μου. Τώρα έγινα εγώ η δυνατή. Τώρα είμαι εγώ αυτή που ξυπνάει τη γιαγιά, αυτή που τη ντύνει, που της δίνει τα φάρμακα, που τη βοηθάει να φάει, που τη βάζει για ύπνο, που την αγκαλιάζει σφιχτά.

Γιατί, όπως και να είναι, πάντα για μένα θα είναι..."το Ματουλάκι¨μου.





Υ.Γ. Για το καταπληκτικό αυτό φιλμ του Κωνσταντίνου Πιλάβιου, δεν έχω λόγια...
Να θυμόμαστε να το βλέπουμε όλοι μας, γιατί κλείνει μέσα του μια τραγική αλήθεια για τη ζωή.




Μaría,
5.1.09

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

ΒΑΘΕΙΑ ΑΥΛΑΞ

Καληνύχτα...


Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Με κούρασε κι αυτός ο γάμος "στις οκτώ",
ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκαν μίαν-
κορίτσι πάλι η σκέψη και ταξίδευε
μ' άσπρα ανοιχτά σεντόνια.


Κι ύστερα όλα αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα
μεγάλωσαν την κούραση.
Μπορεί να έφταιγε ο καιρός,
κάτι σαν φθινοπωρινός
και λίγο σαν χαμένος.
Μπορεί να φταίξανε οι νέες και οι έφηβοι.
Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος
περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε,
και με κούρασαν.
Αλλά κι αυτά των κυριών τ' άρρωστα μάτια-
τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά
όταν θέλουν να δουν τι είναι πίσω από άλλα μάτια.
Είδα να έχουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας
που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες-
καιροί αλιείς.
Αδιέξοδες κυρίες...
Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει.


Εκείνο το εις σάρκαν μίαν
ακόμα δεν μου επέστρεψε τη σκέψη-
κορίτσι ακόμα η σκέψη, ταξιδεύει
μ' άσπρα ανοιχτά σεντόνια.
Αλλού εγώ κι αλλού η σκέψη,
μεγάλη πάντα κούραση.
Με κούρασε αυτό το "πάντα".


Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις, θαρρώ
"βαθεία αύλαξ" λέει.
Ναι. Βαθεία αύλαξ.
Καληνύχτα.


Πικρίζει ο Λυκαβηττός μέσα στο βλέμμα.
Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση,
κι αυτά τα δέντρα που βαδίζουν μόνα τους
κάτω από φιλλορροημένες συναντήσεις.


Καληνύχτα.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου.
Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσμου.
Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι
στο πάνω πάνω ράφι
που δεν φτάνω.



Κική Δημουλά
"ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" (1971)



Μaría
4.1.09